- αιμοδοσία
- Ιατρ.η προσφορά αίματος για μετάγγιση και κατ' επέκταση ο οργανισμός που ασχολείται με τη λήψη, τη συντήρηση και τη διάθεση αίματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοδότης — ο (θηλ. δότρια) αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + δότης < δίδωμι. ΠΑΡ. αιμοδοσία] … Dictionary of Greek
αιμοληψία — η Ιατρ. η λήψη αίματος συνήθως από τις φλέβες τής καμπής τού αγκώνα, για εξέταση ή αιμοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. αίμα + λήψη < λαμβάνω] … Dictionary of Greek
Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… … Dictionary of Greek
αιμοδότης — ο θηλ. τρια αυτός που προσφέρει μέρος του αίματός του για μετάγγιση: Ζητούσαν αιμοδότη για τον άρρωστο αδελφό τους με αίμα μιας σπάνιας ομάδας. Ουσ. αιμοδοσία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)